- παραβλαστικός
- παραβλαστ-ικός, ή, όν, = foreg., Id.CP5.6.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβλαστικός — ή, όν, Α [παραβλαστάνω] παραβλαστητικός* … Dictionary of Greek
παραβλαστικά — παραβλαστικός neut nom/voc/acc pl παραβλαστικά̱ , παραβλαστικός fem nom/voc/acc dual παραβλαστικά̱ , παραβλαστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλαστική — παραβλαστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)